Με μια παρέμβαση που δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, έθεσε οριστικό τέλος σε κάθε σενάριο ή συζήτηση περί αποστολής ελληνικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, οριοθετώντας με απόλυτη σαφήνεια τη στάση της Αθήνας απέναντι στην πολεμική σύρραξη.
Το μήνυμά του, ωστόσο, είχε διπλό αποδέκτη: τόσο την διεθνή κοινότητα, όσο και, κυρίως, ένα συγκεκριμένο εσωτερικό ακροατήριο.
«Η Ελλάδα δεν πρόκειται να στείλει στρατό στην Ουκρανία», δήλωσε κατηγορηματικά ο πρωθυπουργός, κλείνοντας την πόρτα σε θεωρητικές προσεγγίσεις που είχαν διατυπωθεί από άλλους Ευρωπαίους ηγέτες και είχαν πυροδοτήσει ανησυχία. Η θέση αυτή ευθυγραμμίζει την Αθήνα με τη συντριπτική πλειοψηφία των συμμάχων στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., επιβεβαιώνοντας ότι η στήριξη προς το Κίεβο έχει τα όριά της, με κόκκινη γραμμή την άμεση στρατιωτική εμπλοκή. Πρόκειται για μια απόφαση που αντανακλά την εθνική στρατηγική, η οποία υπαγορεύει ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έχουν ως πρωταρχική και αποκλειστική αποστολή την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και των συνόρων της χώρας.
Εξίσου, αν όχι περισσότερο, αιχμηρό ήταν το δεύτερο σκέλος της δήλωσής του, το οποίο στόχευε ευθέως στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο. Ο κύριος Μητσοτάκης κάλεσε σε «συγκράτηση στους ψευτοπατριώτες που δηλώνουν ετοιμοπόλεμοι», φωτογραφίζοντας όσους, από την ασφάλεια του πληκτρολογίου ή των τηλεοπτικών παραθύρων, επιδίδονται σε μία πολεμοχαρή ρητορική άνευ περιεχομένου και, κυρίως, άνευ συνεπειών για τους ίδιους.
Η πρωθυπουργική αποδοκιμασία σε αυτούς τους «πατριώτες του καναπέ» συνιστά μια σαφή πολιτική κίνηση για την αποδόμηση λαϊκιστικών φωνών που επιχειρούν να κεφαλαιοποιήσουν το εθνικό συναίσθημα με κραυγές και λεονταρισμούς. Η κυβέρνηση, με τον τρόπο αυτό, επιδιώκει να διαχωρίσει τον υπεύθυνο πατριωτισμό της εθνικής στρατηγικής από τις ανεύθυνες εξάρσεις που υπονομεύουν την σοβαρότητα της εξωτερικής πολιτικής και δηλητηριάζουν τον δημόσιο διάλογο.
Στην ουσία, η παρέμβαση του Κυριάκου Μητσοτάκη λειτούργησε ως πράξη πολιτικού ρεαλισμού. Αφενός, καθησύχασε την ελληνική κοινή γνώμη, η οποία στέκεται με ανησυχία απέναντι στο ενδεχόμενο επέκτασης του πολέμου. Αφετέρου, έστειλε ένα αυστηρό μήνυμα σε όσους εκμεταλλεύονται τις εθνικές ευαισθησίες, υπενθυμίζοντας πως η διαχείριση κρίσιμων ζητημάτων απαιτεί νηφαλιότητα και σοβαρότητα, όχι κούφιες διακηρύξεις.