Ωραία, κάτσε αναπαυτικά στην καρέκλα του καφενείου και πάμε να τα πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, χωρίς στρογγυλέματα και γλώσσες ξύλινες. Γιατί πολύς λόγος γίνεται τελευταία για το μεροκάματο στην ελιά, που έφτασε λένε στα ύψη, και στραβώνουν μερικοί τα μούτρα τους.
«Πανάκριβο το μεροκάματο στην ελιά; Ας πιάσουμε το κομπιουτεράκι του χωριού να δούμε ποιος πληρώνει τον λογαριασμό»
Ακούς 70, 80, 90 μπορεί και παραπάνω ευρώ μεροκάματο για το μάζεμα της ελιάς και λες «πω πω, λεφτά με ουρά! Ποιος τα παίρνει αυτά σήμερα;». Και ναι, στο άκουσμα είναι ένα μεροκάματο καλό, τίμιο και γερό. Και κανείς δεν λέει ότι ο εργάτης που ανεβαίνει στις σκάλες, που τρώει το κρύο και τη βροχή, που κουβαλάει τα τσουβάλια και πονάνε τα χέρια του το βράδυ, δεν πρέπει να πληρωθεί καλά. Χίλιες φορές να τα πάρει αυτός παρά ο κάθε μεσάζοντας.
Αλλά ας κάνουμε μια στάση. Για να φτάσει ο παραγωγός, ο κυρ-Κώστας και η κυρα-Μαρία, σε αυτό το μεροκάματο, έχει βάλει το χέρι στην τσέπη τόσες φορές μέσα στη χρονιά, που η τσέπη έχει τρυπήσει πια.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά, γιατί ξεχνάμε εύκολα. Το λάδι δεν βγαίνει από μόνο του τον Νοέμβρη.
- Τα Οργώματα και τα Φρεζαρίσματα: Από την άνοιξη κιόλας, το χωράφι θέλει το πετρέλαιό του. Και το πετρέλαιο δεν είναι νερό. Οι τιμές έχουν πάρει φωτιά και το τρακτέρ καίει για να οργώσει, να κρατήσει το χώμα αφράτο.
- Τα Κλαδέματα: Μετά το μάζεμα, αρχίζει το κλάδεμα. Θέλει χέρια, θέλει τέχνη, θέλει μεροκάματα κι αυτό. Να φύγουν τα ξερά, να πάρει αέρα το δέντρο. Αυτά δεν γίνονται με τηλεπάθεια.
- Τα Λιπάσματα και τα Φάρμακα: Για να κάνει το δέντρο καρπό, θέλει το φαΐ του. Τα λιπάσματα έχουν φτάσει στο Θεό. Από εκεί που έπαιρνες ένα σακί με 20 ευρώ, τώρα θέλεις 40 και 50. Και βάλε και τα ραντίσματα για τον δάκο, για το γλοιοσπόριο, για όλους τους μπελάδες που κυνηγάνε την ελιά. Άλλα έξοδα, άλλα μεροκάματα, άλλος ιδρώτας.
- Το Πότισμα: Αν δεν είναι η χρονιά βροχερή, θέλει πότισμα. Νερό, ρεύμα για τις αντλίες, λάστιχα που χαλάνε. Κι αυτά στον λογαριασμό γράφονται.
Και φτάνουμε, αισίως, στην ώρα της συγκομιδής. Ο παραγωγός έχει ήδη ξοδέψει μια μικρή περιουσία. Και τώρα αρχίζει ο δεύτερος γολγοθάς:
- Τα Εργατικά: Εδώ είναι το ζουμί. Ναι, το μεροκάματο είναι υψηλό. Αλλά βρες εργάτες! Είναι δουλειά σκληρή, βαριά. Οι νέοι φεύγουν, οι παλιοί δεν αντέχουν. Ο παραγωγός δεν έχει επιλογή. Θα πληρώσει ό,τι του ζητήσουν, γιατί αλλιώς η ελιά θα μείνει στο δέντρο να την φάει το σαράκι.
- Τα Πετρέλαια: Τα μηχανήματα, τα βενζινοκίνητα ραβδιά, τα αυτοκίνητα που πάνε κι έρχονται, το αγροτικό που θα κουβαλήσει τα σακιά. Όλα καίνε καύσιμο που πληρώνεται με χρυσάφι.
- Το Λιοτρίβι: Πας την ελιά στο λιοτρίβι και δεν σου λέει «γεια σου, λεβέντη». Έχει το δικαίωμά του, που κρατάει ένα ποσοστό από το λάδι σου. Και καλά κάνει, γιατί κι αυτός έχει μηχανήματα, ρεύματα, εργάτες. Κι αυτό το έξοδο, όμως, από την παραγωγή βγαίνει.
Και στο τέλος, τι μένει;
Κάθεται ο παραγωγός με το τεφτέρι και το μολύβι. Βάζει κάτω τα έξοδα όλης της χρονιάς. Κοιτάει το λάδι που έβγαλε – αν η χρονιά ήταν καλή και δεν του την «έκανε» ο καιρός με κανένα χαλάζι ή καύσωνα. Και προσπαθεί να δει αν βγαίνει. Αν θα μπορέσει να ζήσει την οικογένειά του, να πληρώσει τον ΕΦΚΑ του, να του μείνει και κάτι στην άκρη για τα απρόοπτα της επόμενης χρονιάς.
Τις περισσότερες φορές, ο λογαριασμός δεν βγαίνει. Ο παραγωγός είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Δουλεύει 365 μέρες το χρόνο με το ρίσκο και την αγωνία, για να έρθει η ώρα που θα πληρώσει όλους τους άλλους και στο τέλος, αν περισσέψει κάτι, θα το πάρει αυτός.
Γι’ αυτό, την επόμενη φορά που θα ακούσετε για το «ακριβό» μεροκάματο, σκεφτείτε πόσο πιο ακριβά έχει πληρώσει ο ίδιος ο παραγωγός την κάθε ελιά που μαζεύεται. Σκεφτείτε τον κόπο του, την αγωνία του και τα τεράστια έξοδά του. Γιατί αν δεν αντέξει ο παραγωγός, του χρόνου δεν θα έχουμε ούτε εργάτες να μαζέψουν, ούτε λάδι να βάλουμε στη σαλάτα μας. Και αυτό, ναι, θα είναι πραγματικά πανάκριβο για όλους μας.