Στην καρδιά της Αθήνας, εκεί που η σύγχρονη ζωή τρέχει με ασταμάτητους ρυθμούς, κάτω από το βλέμμα της Βουλής των Ελλήνων, στέκει ένας σιωπηλός φρουρός.
Δεν είναι απλώς ένα γλυπτό, ένα κομμάτι μάρμαρο σκαλισμένο. Είναι το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, ένας τόπος ιερός, ένας βωμός της εθνικής μνήμης που κουβαλάει στους ώμους του την ιστορία, τον πόνο και τη δόξα ολόκληρου του γένους. Είναι το σημείο μηδέν της ελληνικής τιμής, εκεί όπου κάθε Έλληνας υποκλίνεται όχι σε έναν ήρωα, αλλά σε όλους μαζί.
Η Γέννηση ενός Συμβόλου από τις Στάχτες του Πολέμου
Η ιδέα για το μνημείο δεν γεννήθηκε σε καιρούς ειρήνης. Γεννήθηκε μέσα από την ανάγκη ενός έθνους, λαβωμένου από μια δεκαετία αδιάκοπων πολέμων, να τιμήσει τα παιδιά του που δεν γύρισαν ποτέ. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη φλόγα της Μικρασιατικής Καταστροφής, αμέτρητοι ήταν οι στρατιώτες που χάθηκαν στα πεδία των μαχών, χωρίς όνομα, χωρίς τάφο.
Η πρωτοβουλία ανήκε στον Θεόδωρο Πάγκαλο το 1926, αλλά ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος που, με πολιτική διορατικότητα, αποφάσισε το 1929 τη σημερινή του θέση: όχι σε κάποιο στρατόπεδο ή απόμερο πάρκο, αλλά στην πλατεία μπροστά από τα Παλιά Ανάκτορα, το κτίριο που θα γινόταν σύντομα η Βουλή. Η επιλογή ήταν βαθιά συμβολική. Ο ανώνυμος στρατιώτης, ο απλός Έλληνας που έδωσε τα πάντα για την πατρίδα, θα γινόταν ο θεματοφύλακας της ίδιας της Δημοκρατίας.
Τα αποκαλυπτήρια έγιναν ανήμερα της εθνικής μας εορτής, στις 25 Μαρτίου 1932. Εκείνη τη μέρα, δεν τιμήθηκε απλώς ένας στρατιώτης. Τιμήθηκε η ψυχή κάθε μάνας που δεν έθαψε το παιδί της, κάθε πατέρα που δεν ξαναείδε τον γιο του, κάθε γυναίκας που περίμενε μάταια τον άντρα της.
Η Ιστορία που Λέει η Πέτρα
Κεντρική μορφή του μνημείου, έργο του γλύπτη Κωνσταντίνου Δημητριάδη, είναι ένας νεκρός οπλίτης. Μα κοίταξέ τον καλύτερα. Δεν είναι απλώς ένας νεκρός. Ξαπλωμένος, με την ασπίδα στο πλάι και το αρχαίο κράνος στο κεφάλι, μοιάζει να αναπαύεται. Σαν να είναι έτοιμος, στο πρώτο κάλεσμα της πατρίδας, να ξανασηκωθεί. Αυτή η μορφή δεν είναι τυχαία. Συνδέει το σήμερα με την αρχαιότητα, τον αγώνα του ’21, του ’40, με τους Μαραθωνομάχους και τους Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες. Είναι η διαχρονική εικόνα του Έλληνα υπερασπιστή.
Το μνημείο είναι ένα κενοτάφιο. Δεν κρύβει οστά. Ακολουθεί μια πανάρχαια ελληνική παράδοση, που ήθελε να τιμώνται με έναν συμβολικό, κενό τάφο όσοι χάνονταν στη μάχη ή στη θάλασσα. Γιατί για τους προγόνους μας, η μνήμη ήταν το πιο σημαντικό μνήμα.
Οι Επιγραφές: Ένα Έθνος Χαραγμένο στον Τοίχο
Αν σταθείς και διαβάσεις τις λέξεις που είναι σκαλισμένες στο μνημείο, θα κάνεις ένα ταξίδι σε ολόκληρη την πολεμική ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Κάθε όνομα είναι ένας σταθμός θυσίας, ένας τόπος ποτισμένος με αίμα.
Δεξιά και αριστερά από τον οπλίτη, δύο φράσεις από τον Επιτάφιο του Περικλή, όπως τον κατέγραψε ο Θουκυδίδης, δίνουν το στίγμα της υπέρτατης τιμής:
- «ΜΙΑ ΚΛΙΝΗ ΚΕΝΗ ΦΕΡΕΤΑΙ ΕΣΤΡΩΜΕΝΗ ΤΩΝ ΑΦΑΝΩΝ»: Μια φράση που περιγράφει την αρχαία αθηναϊκή τελετή, όπου ένα άδειο νεκρικό κρεβάτι μεταφερόταν για να τιμήσει όσους δεν βρέθηκαν ποτέ. Είναι η επίσημη αναγνώριση του κράτους στο χρέος του προς τους «αφανείς» του.
- «ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΤΑΦΟΣ»: Για τους σπουδαίους άνδρες, ολόκληρη η γη είναι τάφος. Μια δήλωση οικουμενική, που μας λέει ότι η θυσία τους δεν περιορίζεται σε ένα μνήμα, αλλά ανήκει στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Γύρω από το κεντρικό γλυπτό, στις κλίμακες και τους τοίχους, τα ονόματα των μαχών ξεδιπλώνουν τον χάρτη των αγώνων:
- Βαλκανικοί Πόλεμοι και Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος: Από το Σαραντάπορο, το Κιλκίς και το Μπιζάνι μέχρι το Σκρα και τη Δοϊράνη, εδώ ζωντανεύει ο ηρωισμός που διπλασίασε την Ελλάδα.
- Μικρασιατική Εκστρατεία: Αφιόν Καραχισάρ, Σαγγάριος. Ονόματα βαριά, συνώνυμα του ηρωισμού αλλά και του πόνου της μεγάλης τραγωδίας του Ελληνισμού.
- Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος: Πίνδος, Καλπάκι, Χειμάρρα, Ρούπελ, Κρήτη, Ελ Αλαμέιν. Είναι το μεγάλο «ΟΧΙ» του λαού μας, η αντίσταση που κατέπληξε τον κόσμο.
- Μεταπολεμικοί Αγώνες: Οι λέξεις Κορέα και, πιο πρόσφατα, Κύπρος, προστέθηκαν για να θυμίζουν ότι η Ελλάδα συνέχισε να μάχεται για την ελευθερία και πέρα από τα σύνορά της.
Τέλος, τα ονόματα των θαλασσών, Αιγαίο, Ιόνιο, Μεσόγειος, και ο Ατλαντικός, είναι ο φόρος τιμής στους αφανείς ήρωες του Πολεμικού και Εμπορικού Ναυτικού, που έκαναν τα κύματα τάφο τους, κρατώντας ζωντανές τις θαλάσσιες οδούς της λευτεριάς.
Κάθε φορά που ένας επίσημος επισκέπτης καταθέτει στεφάνι, κάθε φορά που οι Εύζωνες, οι ζωντανοί φύλακες του μνημείου, χτυπούν με δύναμη το τσαρούχι τους στην πλάκα, δεν τιμούν απλώς ένα σύμβολο. Τιμούν το ανώνυμο παιδί από το τελευταίο χωριό της Ελλάδας που πότισε με το αίμα του το δέντρο της ελευθερίας μας. Γιατί ο Άγνωστος Στρατιώτης έχει το πρόσωπο όλων μας. Είναι ο παππούς, ο πατέρας, ο αδερφός που δεν επέστρεψε, αλλά που η θυσία του μας επιτρέπει σήμερα να στεκόμαστε ελεύθεροι μπροστά του.