Τον έντονο προβληματισμό τους για την επόμενη ημέρα των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ σε περίπτωση που κλείσουν αλλά και της διάθεσης των ΦΥΚ (φάρμακα υψηλού κόστους) από τα ιδιωτικά φαρμακεία, εκφράζουν οι ρευματοπαθείς και ειδικότερα, ο Σύλλογος Ρευματοπαθών Κρήτης.
«Δεν είναι καθόλου βέβαιο, ότι τα φαρμακεία θα έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν φάρμακα υψηλού κόστους» αναφέρει η πρόεδρος του Συλλόγου κυρία Κατερίνα Κουτσογιάννη, «με την υποχρέωση να πληρώνουν τις φαρμακαποθήκες άμεσα, ενώ θα αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ μετά από 6-12 μήνες. Ποιός ασθενής θα μπορεί να καλύψει το κόστος αγοράς των φαρμάκων αυτών μέχρι την αποζημίωση τους από το ασφαλιστικό ταμείο; Με τους ανασφάλιστους ασθενείς τι θα γίνει;»
Η πρόεδρος του Συλλόγου κ. Κατερίνα Κουτσογιάννη, επισημαίνει πως είναι ήδη γνωστό ότι 350.000 Έλληνες πάσχουν από φλεγμονώδεις αρθρίτιδες, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα και η ψωριασική αρθρίτιδα, που αποτελούν τα πιο συχνά ρευματικά νοσήματα. Οι πάσχοντες βρίσκονται σε παραγωγική κυρίως ηλικία, ενώ τα νοσήματα είναι χρόνια, συστηματικά, και αποτελούν την πιο συχνή αιτία αναπηρίας, αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά.
Μεγάλο μέρος των σκευασμάτων για τη θεραπεία των νοσημάτων αυτών υπάγονται στην λίστα των φαρμάκων του Ν.3816, που αφορά φάρμακα υψηλού κόστους για σοβαρές παθήσεις. Μετά την οικονομική κρίση και την περικοπή της φαρμακευτικής δαπάνης, η διαδικασία προμήθειας των φαρμάκων αυτών έχει υποστεί πολλές αλλαγές με αποτέλεσμα την ταλαιπωρία και την σύγχυση των ασθενών, που πολλές φορές ήταν αναγκασμένοι να διανύουν χιλιόμετρα προκειμένου να προμηθευτούν έγκαιρα το φάρμακό τους. Το τελευταίο διάστημα η προμήθεια των φαρμάκων αυτών γινόταν αποκλειστικά από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ και τα φαρμακεία των κρατικών Νοσοκομείων, όπου δεν υπήρχε φαρμακείο του ΕΟΠΥΥ να εξυπηρετήσει τους ασθενείς, με πολύ ικανοποιητικό ρυθμό, τονίζει η κυρία Κουτσογιάννη, προσθέτοντας: «Με ανησυχία πληροφορηθήκαμε τον σχεδιασμό του κλεισίματος της πλειοψηφίας των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ και τη μεταφορά της προμήθειας των φαρμάκων αυτών στα ιδιωτικά φαρμακεία, και ο κίνδυνος να ψάχνει πάλι ο ασθενής το φάρμακο του είναι ορατός».
Καταλήγοντας η κυρία Κουτσογιάννη ερωτά ακόμη: «Πώς διασφαλίζει το Υπουργείο Υγείας την αποφυγή των παράλληλων εξαγωγών, που όπως ξέρουμε λόγω της χαμηλότερης τιμής τους στην Ελλάδα είναι επίφοβη; Πώς θα εξασφαλίζεται η επάρκεια των φαρμάκων για τον Έλληνα ασθενή, που η ποιότητα ζωής του, πολλές φορές και η ίδια η ζωή του, εξαρτάται από αυτά;
Πώς μπορούμε να μιλάμε για εξοικονόμηση στη φαρμακευτική δαπάνη όταν παραγνωρίζουμε το γεγονός της εξοικονόμησης υπέρ του Οργανισμού (όπως σε πρόσφατη ανακοίνωση του παραδέχεται ο ίδιος ο ΕΟΠΥΥ) ποσοστού 11,5% επί της νοσοκομειακής τιμής των φαρμάκων αυτών, ενώ στην περίπτωση διάθεσής τους από τα ιδιωτικά φαρμακεία θα επιβαρύνεται ο Οργανισμός και με την προμήθεια των φαρμακοποιών όσο χαμηλή και αν εξαγγέλλεται ότι θα είναι;
Τελικά, γιατί δεν λαμβάνεται επιτέλους υπ’ όψη από τους ιθύνοντες η γνώμη, η εμπειρία και η άποψη των ίδιων των ασθενών και των οργανώσεών τους; Μέχρι πότε θα λαμβάνονται αποφάσεις για μας χωρίς εμάς;;».