Η ζωή του Τόμι Σκοτ από τις συμμορίες, τα ναρκωτικά και τη βία του Λος Άντζελες, στην εκκλησία
«Η αποστολή μου είναι να φτάσω στους ξεστρατισμένους με το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού», λέει σήμερα εμφανώς αλλαγμένος ο άνθρωπος που ξέφυγε από το έγκλημα και το περιθώριο της κοινωνίας.
Η πραγματική ιστορία της ζωής του λειτουργεί εξάλλου ως ριπή ελπίδας μέσα στη σκοτεινιά της βίας και του κόσμου των ναρκωτικών.
Ο Τόμι Σκοτ προγραμματίζει πια να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του επανορθώνοντας για τα λάθη του παρελθόντος. Λάθη που έρχονταν συνήθως ως προκλήσεις και περιπέτειες μιας καθόλου εύκολης ζωής, που έκανε την εμφάνισή της ήδη από την παιδική του ηλικία.
Με τον πατέρα του να μπαινοβγαίνει στη φυλακή και εκείνον να μεγαλώνει στις εργατικές συνοικίες του κεντρικού Λος Άντζελες, ο Τόμι άρχισε να καπνίζει τσιγάρο στα δέκα του και μαριχουάνα στα δώδεκα.
Πριν καν πάει στο Γυμνάσιο, τον είχε διαλέξει η ζωή του εγκλήματος, λες και δεν είχε κανέναν λόγο στο θέμα. Μετά θα έρχονταν το έγκλημα, η φυλακή και η λύτρωση τελικά μέσα στο κελί.
Από το οποίο βγήκε αναγεννημένος ως κήρυκας του σωστού δρόμου, κάτι που προσπαθεί να περάσει πλέον στα νιάτα μιας άλλης «αμαρτωλής» αμερικανικής πόλης, του Λας Βέγκας. Όταν μάλιστα μοιράστηκε τις ιστορίες του με όλους μας μέσω του αυτοβιογραφικού βιβλίου του, οι ΗΠΑ είχαν μόλις βρει το νέο φωτεινό παράδειγμά τους.
«Με τον Ιησού, πάντα υπάρχει ελπίδα, όσο άσχημα κι αν έχουν γίνει τα πράγματα», λέει σήμερα ο πρώην γκάγκστερ που έχει μια ιδιαίτερη ιστορία να μας πει. Για το πώς από μέλος συμμορίας, διακινητής ναρκωτικών και μπράβος της νύχτας μεταμορφώθηκε σε καλό Σαμαρείτη μπαινοβγαίνοντας στα αναμορφωτήρια και τις φυλακές ενηλίκων, μέχρι να λάβει το κάλεσμα και να αλλάξει τη ζωή του προς το καλύτερο.
Το ενδιαφέρον της πραγματικής ιστορίας του είναι το πώς αυτός ο εξαγριωμένος νεαρός που δεν είχε καμία προοπτική έπιασε τελικά τη ζωή από τα μαλλιά και από το έρεβος ξεπήδησε το φως…
Πρώτα ταραγμένα χρόνια
«Τα βλέπαμε όλα ως παιδιά μέρα μεσημέρι. Ανθρώπους να πυροβολούνται μπροστά σε παιδιά που έπαιζαν σχοινάκι. Αυτοκίνητα να σταματάνε και να γαζώνουν όποιον βρισκόταν μπροστά τους, παιδιά και ενηλίκους». Έτσι ξεκινά η ζωή του Τόμι Σκοτ στις φτωχοσυνοικίες του κεντρικού-νότιου Λος Άντζελες, αν και ήταν σαφές πως η Πόλη των Αγγέλων ήταν για κείνον σωστή κόλαση.
Ο κακοποιός πατέρας και ιδρυτικό μέλος μιας συμμορίας των δρόμων μπαινοβγαίνει στη φυλακή και η μητέρα κάνει τα πάντα για να θρέψει τα παιδιά της. Ο μικρός Τόμι γνωρίζει το σκληρό πρόσωπο της ζωής και η καριέρα στο έγκλημα μοιάζει αναπόδραστη, ως μήλο που αναμένεται να πέσει κάτω από τη μηλιά. Κακοποιοί και περιθωριακοί είναι εξάλλου όσοι τον περιστοιχίζουν: διακινητές ναρκωτικών, εκτελεστές, συμμορίες και ξεκαθαρίσματα λογαριασμών καθ’ εκάστη.
Πολύ πριν καταλάβει τον εαυτό του, είναι ήδη μέλος της σπείρας που είχε στήσει ο πατέρας του. Είναι η μόνη διέξοδος από τη φτώχεια και την ανέχεια αλλά και ο μόνος τρόπος να υπερασπιστεί τη ζωή του. «Οι διακινητές ναρκωτικών, τα μέλη των συμμοριών, αυτοί είχαν όλα τα λεφτά. Αυτοί είχαν τα αυτοκίνητα. Αυτοί είχαν τα κορίτσια. Είχαν τα πάντα. Είπα λοιπόν: ‘‘Αυτή μοιάζει να είναι η διέξοδός μου. Τώρα είμαι μέρος ενός πράγματος, έχω κάτι να υπερασπιστώ. Τώρα μπορώ να βρω σεβασμό. Τώρα μπορώ να βρω αγάπη. Είναι σαν μια μικρή οικογένεια’’».
Όσο ο Τόμι μεγάλωνε, τόσο μεγάλωνε και ο ρόλος του στη συμμορία του δρόμου. «Εκτελεστή» τον αποκαλούσαν πια στους δρόμους του Λος Άντζελες, καθώς είχε τον τρόπο του να ξεφεύγει από τις συμπλοκές: «Έκανα οτιδήποτε μπορούσα για τη γειτονιά μου ώστε να τους δείξω πως ‘‘σε καλύπτω, είμαι εδώ για σένα’’. Πουλούσα ναρκωτικά γι’ αυτούς, οδηγούσα αυτοκίνητα για αυτούς. Όλοι εκτός γειτονιάς μάς εχθρεύονταν, κι έτσι τους μισούσαμε και εμείς. Κι έτσι έγινα μπράβος, πυροβολώντας όποιον έμπαινε στη γειτονιά και δεν είχε κανέναν λόγο να βρίσκεται εκεί. Πυροβολούσα ανθρώπους, ξυλοκοπούσα ανθρώπους», θυμάται για τα πρώτα του χρόνια στο έγκλημα.
Η βία και τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών διεκδίκησαν τελικά τις ζωές αρκετών φίλων και οικείων του. Κάτι που τον πείσμωσε ακόμα περισσότερο: «Όσο οι φίλοι μου άρχισαν να σκοτώνονται, εγώ μούδιαζα. Δεν είχα κανένα συναίσθημα. Ήταν σαν να ήμουν νεκρός. Σαν να ήμουν κενός μέσα μου. Δεν με ένοιαζε τίποτα. Μισούσα τους πάντες, οποιονδήποτε εκτός της φυλής μου και οποιονδήποτε έξω από τη σπείρα μου. Την οργή που ένιωθα, την ένιωθαν πολλοί από μας. Και το μόνο που κάναμε είναι να υποδαυλίζουμε ο ένας το μίσος του άλλου. Δεν έκανες τίποτα όλη μέρα παρά να μεθάς και να ‘‘φτιάχνεσαι’’ και μετά ‘‘πάμε να ληστέψουμε κάποιον;’’. Δεν το σκεφτόμασταν ποτέ δεύτερη φορά».
Όπως ακριβώς κι ο πατέρας του, ο Τόμι μπαινόβγαινε στα αναμορφωτήρια. Δεν φαινόταν μάλιστα να έχει μεγάλο πρόβλημα με αυτό, ήταν απλώς ένα υποπροϊόν της ζωής που είχε επιλέξει. Ή τον είχε επιλέξει. Μετά βέβαια, στα 20 του, θα ερχόταν η πραγματική φυλακή, κάτι που δεν είχε ξαναζήσει ο Σκοτ…
Η μεταστροφή
«Ήμουν ένα μεγάλο κακό παιδί που περνούσε τα κάγκελα, όταν όμως με έκλεισαν πίσω από κείνη την πόρτα ήξερα πια πως ήμουν μόνος. Ο φόβος εγκαθιδρύθηκε, όπως και η μοναξιά, η απελπισία. Κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει. Αν δείξεις αδυναμία, δεν θα κρατήσεις για πολύ».
Κι έτσι έπιασε φιλίες μέσα στην πολιτειακή φυλακή της Καλιφόρνια. Μπήκε αμέσως σε συμμορία και συνέχισε τις μάχες με τους εχθρούς, κάτι που θα του έφερνε πολύ χρόνο στην απομόνωση. «Είναι σκοτεινά. Κάνεις μπάνιο μια φορά τη βδομάδα. Δεν μπορείς να κουνηθείς. Είμαι άνθρωπος και κάθομαι τώρα σε ένα κελί όπου δεν μπορείς να λειτουργήσεις. Πραγματικά έχανα το μυαλό μου. Άρχισα να κάνω αυτοκτονικές σκέψεις. Ξεκίνησα να σκέφτομαι πως δεν θέλω πια να ζω».
Μέσα στις μαύρες αυτές ώρες, πιάνεται από μια σκέψη, μια αχτίδα ελπίδας: «Έλεγα ‘‘αν υπάρχει Θεός, αν υπάρχει κάτι, τότε πρέπει να έρθεις. Πρέπει να έρθεις και να κάνεις κάτι τώρα’’». Την επομένη βγήκε από την απομόνωση και χωρίς να το σκεφτεί πήγε στο παρεκκλήσι της φυλακής. Δύο φορές εκείνη τη μέρα.
«Για κάποιον λόγο, δεν μπορούσα να καθίσω στο κρεβάτι μου. Έπρεπε να σηκωθώ. Κάτι μου έλεγε ‘‘πήγαινε! Απλά πήγαινε!’’». Και πήγε στην εκκλησία και άκουσε τον γκριζομάλλη ιερέα «να μιλά για το πώς ο Θεός μπορεί να μας συγχωρέσει ό,τι κι αν έχουμε κάνει. Κι εγώ σκέφτηκα πως ‘‘δεν πρέπει να ξέρεις τι έχω κάνει. Δεν πρέπει να ξέρεις πόσες ζωές έχω καταστρέψει, πόσες οικογένειες έχω διαλύσει’’».
Στο τέλος της λειτουργίας, ο Τόμι προσευχήθηκε με τον πάστορα και ζήτησε συγχώρεση από τον Θεό για τα τόσα κρίματά του. «Ήταν σαν να μου ξερίζωσες την καρδιά και να έβαλες στη θέση της μια άλλη. Ήταν χαρά. Ήταν ειρήνη. Ήταν συγχώρεση. Εννοώ πως ήξερα πραγματικά πως είχα σωθεί. Δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό. Ήξερα πως είχα συγχωρεθεί για ό,τι είχα κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή».
Ήταν η στιγμή που άλλαξε ρότα στη ζωή, παρά το γεγονός ότι ήταν ακόμα στην ίδια κατάσταση του φυλακισμένου. «Πνευματικά, ήξερα πως ήμουν καθαρός. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα μπορούσα να βρω την ειρήνη. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα μπορούσα να νιώσω τη χαρά. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα μπορούσα να βιώσω τη συγχώρεση από τα μέσα μου».
Τώρα άρχισε να μοιράζεται την αποκαλυπτική εμπειρία του με κάθε πρόθυμο αυτί: «Μιλούσα στους νεοναζί. Μιλούσα σε εχθρούς. Μιλούσα σε όποιον μπορούσα. Ήξερα τι είχε κάνει ο Ιησούς για μένα»…
Τελευταία χρόνια
Ελεύθερος πια και εντελώς αλλαγμένος, ο Τόμι Σκοτ συνεχίζει σήμερα να μιλά στους ανθρώπους και ειδικά στην παραβατική νεολαία του Λας Βέγκας, όπου διαμένει τα τελευταία χρόνια. Η μαρτυρία του παραμένει σημαντική, γι’ αυτό και ξεδιπλώθηκε στο βιβλίο του «Η ιστορία του Τόμι Σκοτ» (2013), εκεί όπου από θύμα μιας αναπόδραστης κατάστασης μετατρέπεται σε κήρυκα του καλού.
Η ιστορία του θα ήταν σαν τόσων πολλών ξεστρατισμένων αφρο-αμερικανικών νιάτων που δεν κατάφεραν να γλιτώσουν από την τραγική μοίρα της φτώχειας και του εγκλήματος, μόνο που τελικά δεν ήταν. Ο Τόμι βρήκε τη δύναμη της αλλαγής και πέρασε στην άλλη πλευρά της νομιμότητας, θέλοντας να μεταφέρει το μήνυμά του στα μήκη και τα πλάτη των ΗΠΑ.
«Αν τα κατάφερα εγώ», λέει χαρακτηριστικά, «τότε μπορούν όλοι».
Συνεχίζει να μεταφέρει το μήνυμα του Θεού, ότι ήταν η θεία χάρη αυτή που τον άλλαξε και τον έβγαλε από μια ζωή που δύσκολα έβρισκε νόημα να ζει. Για την ειλικρινή μεταμέλεια του Τόμι, ο ευαγγελιστής Τιμ Μπέρεντς εξομολογήθηκε χαρακτηριστικά: «Έχω υπάρξει πάστορας φυλακής για πολύ καιρό και ο Τόμι Σκοτ είναι ένας από τους ελάχιστους άντρες που κάθεσαι πίσω και λες ‘‘Ουάου! Κοίτα τι έκανε εδώ ο Θεός!’’. Είμαι εντυπωσιασμένος για το τι έκανε ο Θεός στη ζωή του Τόμι».
Ο πρώην κακοποιός είναι σήμερα συγγραφέας και ομιλητής, παθιασμένος με τους νέους και τους στραβούς δρόμους που μπορούν να πάρουν. Οργώνει τα εργατικά μπλοκ και τις φτωχοσυνοικίες μεταφέροντας το προσωπικό του μήνυμα, που γίνεται κάποιες φορές δεκτό επειδή ακριβώς είναι αληθινή ιστορία που έζησε ο Σκοτ από πρώτο χέρι.
Λειτουργεί ως εφημέριος σε έναν κοινοτικό φορέα του Λας Βέγκας κατά των συμμοριών και δεν σταματά να βρίσκεται εκεί που δεν τον σπέρνουν, ξέροντας πως η ζωή του διατρέχει κάποιες φορές κίνδυνο.
Με τη σύζυγό του στο πλευρό και τα πέντε του παιδιά, έχει γίνει παράδειγμα προς μίμηση, θυμίζοντάς μας την «Προς Εφεσίους» επιστολή του Παύλου (2:10): «Είμαστε δημιούργημα του Θεού, ο οποίος δια του Ιησού Χριστού μάς έκανε καινούριους ανθρώπους».
Ή την «Προς Ρωμαίους» (8:38-39): «…ούτε θάνατος ούτε ζωή, ούτε άγγελοι ούτε άλλες ουράνιες δυνάμεις, ούτε παρόντα ούτε μέλλοντα, ούτε κάτι άλλο είτε στον ουρανό είτε στον Άδη, ούτε κανένα άλλο δημιούργημα θα μπορέσουν ποτέ να μας χωρίσουν από την αγάπη του Θεού για μας»…
Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr