Το ντέρμπι μεταξύ Ριβερ και Μπόκα
Οι Αργεντίνοι ζουν για το ποδόσφαιρο. Ακόμα και σε εκείνες τις σκοτεινές εποχές όταν ερχόταν η ώρα για τα παραδοσιακό ντέρμπι μεταξύ της Ρίβερ Πλέιτ και της Μπόκα Τζούνιορς όλα έμπαιναν στην άκρη για ‘90 λεπτά.
Αυτό γινόταν συνήθως, δηλαδή, γιατί στον αγώνα που πραγματοποιήθηκε στις 23 Ιουνίου του 1968 στο Μπουένος Άιρες κάτι έδειχνε να αλλάζει. Η παραδοσιακή κόντρα ανάμεσα στους οπαδούς των δυο ομάδων φαίνεται πως μπήκε στην άκρη για λίγο. Οι «πλούσιοι» της Ρίβερ και οι «φτωχοί» της Μπόκα είχαν πλέον ένα κοινό εχθρό. Την δικτατορία του Ογκάνια.
Αυτό φαίνεται πως το γνώριζε το καθεστώς και έτσι είχε «φυτέψει» πολλούς ασφαλίτες μέσα στο θρυλικό στάδιο «Μονουμενταλ». Τόσο στις κερκίδες των οπαδών της Ρίβερ όσο και (κυρίως) σε εκείνων της Μπόκα που θεωρούνταν οι πλέον… επίφοβοι, ώστε, να αρχίζουν να φωνάζουν αντιδικτατορικά συνθήματα. Στο γήπεδο υπήρχαν 90.000 άνθρωποι και αυτό δεν θα άρεσε καθόλου στο καθεστώς το οποίο ήδη προετοιμαζόταν να γιορτάσει περίπου μια εβδομάδα αργότερα την επέτειο των δυο ετών από την άνοδό του στην εξουσία.
Οι φόβοι των χουντικών έγιναν πραγματικότητα. Οι οπαδοί της Μπόκα άρχισαν να φωνάζουν αντιδικτατορικά συνθήματα -ανάμεσα σε εκείνα για την αγαπημένη τους ομάδα- και συμπαρέσυραν, μάλιστα, και αρκετούς της Ρίβερ. Από το «μενού» δεν έλειψαν και τα συνθήματα υπέρ του Περόν και μάλλον αυτό εξόργισε τα «όργανα της τάξης».
Λίγοι ήταν αυτοί που ασχολούνταν με τον αγώνα, δεδομένου πως οι δυο ομάδες πρόσφεραν κακό θέαμα και τελικά το ντέρμπι έληξε με 0-0. Έτσι οι οπαδοί της Μπόκα που κάθονταν στη θύρα 12 άρχισαν να τρέχουν προς την έξοδο του γηπέδου. Εκεί, όμως, τους περίμενε ο θάνατος.
Η σφαγή στην «Puerta 12»
Από την κερκίδα στην έξοδο μεσολαβούσαν κάτι λιγότερο από 100 σκαλιά και ένας μεγάλος σκοτεινός διάδρομος που «έκρυβε» τις πόρτες. Όταν οι πρώτοι οπαδοί της Μπόκα έφτασαν στην πόρτα την βρήκαν ερμητικά κλειστή. Σε ένα σκηνικό που μοιάζει ανατριχιαστικά με την τραγωδία της «Θύρας 7» στο στάδιο Καραϊσκάκη, μερικά χρόνια αργότερα, στις 8 Φεβρουαρίου του 1981, οι οπαδοί της Μπόκα που έφτασαν πρώτοι προσπάθησαν να ειδοποιήσουν όσους έρχονταν κατά κύματα πως η πόρτα της εξόδου ήταν κλειστή και πως δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής.
Μάταια. Όσο περνούσαν εκείνα τα δραματικά δευτερόλεπτα όλο και περισσότεροι άνθρωποι έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο. Οι κραυγές του πόνου και της αγωνίας ανακατεύονταν και τελικά χάνονταν ανάμεσα στα τραγούδια και τα συνθήματα για την Μπόκα. Οι πίσω δεν άκουγαν τους μπροστά και έτσι η πίεση συνεχιζόταν. Εκατοντάδες ποδοπατιούνται και όταν πλέον όλοι αρχίζουν να καταλαβαίνουν τι έχει συμβεί είναι αργά.
Τα παπούτσια των θυμάτων στοιβαγμένα σε μια γωνία της «Puerta 12»
Η μεγάλη, βαριά, σιδερένια πύλη της «Puerta 12» ανοίγει από κάποιους αστυνομικούς που τόση ώρα παρακολουθούσαν αμέτοχοι το μακελειό να εξελίσσεται. Ένα τεράστιο κύμα φοβισμένων, τρομαγμένων και ματωμένων ανθρώπων ξεχύνεται με μανία στο δρόμο, πατώντας κυριολεκτικά πάνω σε πτώματα.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα τα νοσοκομεία της μεγαλούπολης γεμίζουν νεκρούς και τραυματίες. Οι σκηνές εκεί είναι εξίσου σπαρακτικές. Γονείς καλούνται να αναγνωρίσουν τα παιδιά τους ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς.
Ενδεικτική του πανικού που επικρατούσε είναι και η ιστορία του «νεκρού, νούμερο 19». Ο Μιγκέλ Ντεριέ ήταν τότε 14 ετών. Βρισκόταν ανάμεσα στους πρώτους οπαδούς της Μπόκα που κατέβηκαν στην έξοδο της θύρας που αποδείχθηκε παγίδα θανάτου.
Κάποιοι από τους νεκρούς της «Puerta 12»
Τραυματίστηκε σοβαρά στο πρόσωπο και έχασε τις αισθήσεις του. Στην πρώτη πρόχειρη διαλογή που γινόταν έξω από το γήπεδο ανάμεσα σε νεκρούς και τραυματίες από τα σωστικά συνεργεία που είχαν σπεύσει, θεωρήθηκε νεκρός. Κάποιος νοσοκόμος έγραψε στο στήθος του τον αριθμό «19». Ήταν ο 19ος νεκρός της τραγωδίας. Όταν, ωστόσο, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Πιβοράνο, οι γιατροί ανακάλυψαν πως ανέπνεε. Τελικά τον επανέφεραν και κατάφεραν να τον κρατήσουν στη ζωή!Δείτε την επόμενη ή προηγούμενη σελίδα πατώντας τα νούμερα