ΕΛΛΑΔΑ

Η επόμενη μέρα στα Βορίζια: Ένα σπίτι, δύο οικογένειες, και ένα χωριό που φοβάται να μιλήσει

Το πρωί μετά το μακελειό, τα Βορίζια δεν ήταν το ίδιο χωριό. Οι φωνές των παιδιών δεν ακούγονταν πια στα σοκάκια, το καφενείο έμεινε κλειστό και οι γείτονες απέφευγαν να συναντηθούν. Μια σιωπή σκέπαζε τα πάντα, από τα σπίτια μέχρι το βουνό. Σαν να φοβόταν κι ο αέρας να φυσήξει μήπως ταράξει κάτι εύθραυστο.

Στις αυλές, οι γυναίκες κοιτούσαν προς τα κάτω, πλέκοντας μηχανικά, χωρίς να λένε κουβέντα. Οι άντρες, όσοι δεν είχαν φύγει, στέκονταν στα κατώφλια με σταυρωμένα χέρια. Μερικοί προσπαθούσαν να δείξουν αδιάφοροι, μα τα μάτια τους τους πρόδιδαν. Κανείς δεν θέλει να βρεθεί μπλεγμένος, μα όλοι ξέρουν πως σε τέτοια μέρη, η βεντέτα δεν τελειώνει εύκολα.

Η αστυνομία είχε περικυκλώσει το χωριό. Περιπολικά ανέβαιναν τον ανήφορο, άνδρες με στολές περπατούσαν ανάμεσα στα σπίτια. Δεν είναι συνηθισμένο θέαμα για ένα χωριό λιγότερων από διακοσίων ψυχών. Οι γέροι κάθονταν πίσω από τις κουρτίνες, μισά φοβισμένοι, μισά αγανακτισμένοι. «Να φτάσουμε πάλι ως εδώ;» έλεγαν χαμηλόφωνα.

Οι πιο παλιοί θυμούνται άλλες εποχές, τότε που το όπλο ήταν εργαλείο, όχι απειλή. «Τότε σκοτώναμε τον λύκο, όχι τον γείτονα», ψιθύρισε ένας ηλικιωμένος στο καφενείο της πλατείας, που ξανάνοιξε μετά από δύο μέρες. Οι νεότεροι δεν ξέρουν αν πρέπει να νιώσουν ντροπή ή φόβο. Πολλοί απλώς ετοιμάζουν βαλίτσες για το Ηράκλειο.

Κι όμως, πίσω απ’ όλα αυτά, υπάρχει και κάτι ανθρώπινο που δεν πεθαίνει εύκολα: η ανάγκη να συνεχίσει η ζωή. Μια γυναίκα έβγαλε τα ρούχα να στεγνώσουν στον ήλιο. Ένας παππούς πήγε με το γαϊδουράκι του στο περιβόλι. Το χωριό, όσο κι αν ματώνει, έχει μέσα του τη ρίζα της αντοχής.

Το βράδυ, λίγα φώτα μένουν ανοιχτά. Κάποιοι λένε προσευχή, άλλοι απλώς κοιτάζουν προς το σπίτι που έγινε το επίκεντρο όλων. Κάθε πέτρα εκεί έχει ποτιστεί με οργή και δάκρυ. Μα αν σταθείς λίγο πιο πέρα, ακούς ξανά τον άνεμο να κατεβαίνει από τον Ψηλορείτη. Ένας άνεμος που δεν ξεχωρίζει σπίτια, ούτε ονόματα.

Ίσως αυτό είναι που χρειάζονται τα Βορίζια τώρα: να ξεχάσουν ποιος ήταν «απ’ τη μια» και ποιος «απ’ την άλλη». Να θυμηθούν πως το χώμα που πατούν είναι κοινό. Το ίδιο χώμα που κάποτε γέννησε λεβέντες, τώρα ζητάει σιωπηλά δικαιοσύνη και λογική.

Κι αν ποτέ ξαναγεμίσουν οι δρόμοι με γέλια παιδιών, τότε θα ξέρουν όλοι πως το χωριό σώθηκε στ’ αλήθεια — όχι απ’ την αστυνομία, ούτε απ’ τα όπλα, αλλά από τους ίδιους τους ανθρώπους του.

 

Στην ίδια κατηγορία

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ

“ΨΕΥΤΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΕΣ”: Χαμός στη Βουλή με Γεωργιάδη και ΚΚΕ

Άγριο κράξιμο έριξε ο Άδωνις Γεωργιάδης στο ΚΚΕ…

Επιστροφή στα ερείπια

Χιλιάδες Παλαιστίνιοι γυρίζουν στον βορρά της Γάζας —…

Πώς Μοντέλο του Penthouse ξεγέλαγε πλούσιους γέρους και τους ξάφριζε

Στους λαμπερούς δρόμους του Μάλιμπου, όπου τα SUV…

Λίγο μετά τη συμφωνία: Άρματα ανοίγουν πυρ δίπλα σε πεζούς

Το περιστατικό έγινε λίγο μετά την ανακοίνωση κατάπαυσης.…

Ανησυχία στη Δύση: Πώς η Ρωσία ετοιμάζει το έδαφος για επίθεση

**Ανησυχητικά στοιχεία για σχέδια της Μόσχας κατά του…

44 Επαγγέλματα που θα εξαφανίσει η Τεχνητή Νοημοσύνη

(Κράτα καφέ και υπομονή – μπορεί να είσαι…
contact