ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΙΟ

Σαν σήμερα γεννήθηκε και πέθανε ο Τσιτσάνης. Η ιστορία της Συννεφιασμένης Κυριακής

Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές του 20ου αιώνα. Ήταν μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού. Τα τραγούδια του ταξίδεψαν τη λαϊκή ψυχή στα μονοπάτια του πόνου, της χαράς, της ξενιτιάς, της λύπης. Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε και πέθανε την ίδια μέρα, 18 Ιανουαρίου. Με αφορμή αυτό, ας θυμηθούμε την ιστορία ενός αξεπέραστου τραγουδιού που όλοι έχουμε σιγοτραγουδήσει, της “Συννεφιασμένης Κυριακής”.

“Η περίοδος της κατοχής ήταν, όπως έγραψαν αργότερα αναλυτές για το λαϊκό τραγούδι, ήταν η μαύρη περίοδος για αυτό. Από κει που βγήκε στο φως ξαναμπαίνει στα καταγώγια και μεταβάλλεται και πάλι σε μουσική έκφραση του υποκόσμου. Τα κέντρα διασκέδασης λειτουργούν αποκλειστικά για αυτόν τον σκοπό και κάπου είναι φυσικό αφού η συντριπτική πλειοψηφία του λαού, πολεμάει στον δρόμο στις γραμμές της αντίστασης. Ωστόσο, σε αυτή τη μαύρη εποχή το ρεμπέτικο υπηρετεί και την αντίσταση.

Σύμφωνα με μαρτυρίες, στα κέντρα της Κοκκινιάς τραγουδούν ρεμπέτικα με υπαινικτικούς βέβαια στίχους ενώ στα λεωφορεία μικρά παιδιά λένε ρεμπέτικα με αντιστασιακούς στίχους έναντι μιας δεκάρας.

Και για τον Τσιτσάνη τα χρόνια της Κατοχής περνούν δύσκολα. Τα βιώνει και τα μεταφέρει στο χαρτί του. Βάζει λόγια και νότες που σημαδεύουν αργότερα την καριέρα του. Εκεί σε αυτό το μαγαζί, στο Ουζερί του Τσιτσάνη, γράφει την χιλιοτραγουδισμένη Συννεφιασμένη Κυριακή.

Όπως ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε ήθελε μέσα από αυτούς τους στίχους να μεταφέρει τα όσα συνέβαιναν στον τόπο. Την πείνα, τη δυστυχία, τις εκτελέσεις, την απελπισία που έδερνε τους Έλληνες.

“Ήταν ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη μια βαριά χειμωνιάτικη νύχτα Κυριακή. Είδα με τα μάτια μου τον θάνατο ενός παλικαριού. Μάτωσε η καρδιά μου. Πήρα ένα χαρτί και έβγαλα από μέσα μου αυτό που με έπνιγε. Ένοιωσα ιδιαίτερα περήφανος όταν είδα με πόση αγάπη αγκάλιασε ο κόσμος αργότερα το τραγούδι”.

Όσα έγραψε ο Τσιτσάνης εκείνη την περίοδο, έγιναν γνωστά μετά την απελευθέρωση όταν άνοιξαν και πάλι οι εταιρίες. Μέχρι τότε, μόνο οι θαμώνες του μαγαζιού τους τα ψιθύριζαν και αυτοί με τη σειρά τους τα μετέφεραν στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις”.

Πηγή: Μύθος Ρεμπέτικος, Βασίλης Τσιτσάνης, Κείμενα: Νίτσα Λουλέ – Θεοδωράκη, 1997, Εκδόσεις Τεγόπουλος Μανιατέας

Στην ίδια κατηγορία

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ

Ο Ρέι Ντάλιο προειδοποιεί για Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ο κίνδυνος ενός παγκόσμιου πολέμου που θα περιλαμβάνει…

Ισραήλ: «Εγκαταλείψτε άμεσα την Τουρκία»

Το Channel 12, επικαλούμενο δήλωση της κυβέρνησης, μετέδωσε…

Έφθασε η ώρα…που οι προφητείες των Γερόντων, γίνονται πραγματικότητα;

Γέροντας Αθανάσιος: Την κατάσταση που βιώνει τον τελευταίο…

«Στόχος μας ολόκληρος ο πλανήτης»: Τι έλεγε ο ηγέτης της Χαμάς το 2022

Ο 78χρονος συνιδρυτής της Χαμάς “εκτόξευε” απειλές όχι…

Οι 5 αλλαγές που έρχονται σε συντάξεις – επιδόματα

Οριστικοποιήθηκαν οι διατάξεις του ασφαλιστικού -για την απασχόληση…

Ελαιόλαδο: Πόσο θα κρατηθούν στα ύψη οι τιμές

Ακριβό, τουλάχιστον για το επόμενο εξάμηνο, θα παραμείνει…

Λωρίδα της Γάζας: Σκηνές που πραγματικά θέλεις κουράγιο για να τις δεις…

Σκηνές γροθιά στο στομάχι! Βίντεο που ήρθε στο…
contact